- πρωτοφτάνω
- πρωτόφτασα, πρωτοφτασμένος, φτάνω πρώτος ή για πρώτη φορά: Πρωτόφτασαν στο νησί δύο άγνωστοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτοφτάνω — Ν φτάνω κάπου πρώτος, πριν από τους άλλους ή φτάνω κάπου για πρώτη φορά … Dictionary of Greek